Ηλίας Βενέζης, «Η
επιστροφή του Αντρέα»
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το
μυθιστόρημα Γαλήνη (1939), που περιγράφει την
επανεγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων σε άγονο τόπο της Αττικής (Ανάβυσσος).
ΘΕΜΑΤΑ
- Η
οδυνηρή εμπειρία της αιχμαλωσίας
- Η
αγωνία για την τύχη των αγνοούμενων αιχμαλώτων
- Ο
πόνος της μάνας
- Το
δράμα του «επιζώντος»
Κεντρικό θέμα του αποσπάσματος
είναι η φανταστική ιστορία που επινοεί ένας επαναπατρισμένος αιχμάλωτος
πολέμου, ο Αντρέας, προκειμένου να καθησυχάσει τη δυστυχισμένη μάνα του νεκρού
συντρόφου του, η οποία ζει με το όνειρο της επιστροφής και του δικού της
παιδιού.
Το περιεχόμενο του κειμένου κοινωνικό και αντιπολεμικό
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΓΕΓΟΝΟΣ:
Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι
Τούρκοι συνέλαβαν χιλιάδες αιχμαλώτους (άντρες Έλληνες Μικρασιάτες μεταξύ 18
και 45 ετών), με τους οποίους συγκρότησαν τα «Τάγματα Εργασίας» (Αμελέ
Ταμπουρού). Σε αυτά οι Έλληνες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν με πορεία προς το
εσωτερικό της Μικράς Ασίας και υποβλήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα και πάσης
φύσεως κακουχίες. Πολλοί από τους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, άλλοι έπεσαν θύματα
κακομεταχείρισης και επιδημιών, ενώ ελάχιστοι επέζησαν. Ο ίδιος ο Ηλίας Βενέζης
(Ρωμιός από το Αϊβαλί) βρέθηκε αιχμάλωτος σε ένα τέτοιο Τάγμα Εργασίας για
14 μήνες με 3.000 συμπατριώτες του, είχε όμως την τύχη να είναι ένας από
τους 23 επιζήσαντες, που επέστρεψαν από τη φρίκη του πολέμου. Μετά τη
σωτηρία του, θέλησε να μετατρέψει αυτή την τραυματική εμπειρία σε αφήγημα
και έγραψε Το νούμερο 31328 (1924/ 1931), το χρονικό
της αιχμαλωσίας. Στο επόμενο μυθιστόρημά του Γαλήνη (1939) αναφέρεται
κυρίως στα βάσανα της προσφυγιάς. Στο βιβλίο αυτό συμπεριλαμβάνεται όμως και
ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στις περιπέτειες της αιχμαλωσίας και στην επιστροφή
ενός αιχμαλώτου, του Αντρέα.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟ
ΕΙΔΟΣ: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
- Τμήμα
μιας μεγαλύτερης ιστορίας-εκτεταμένος μύθος
- Πολλά
επίπεδα χρόνου και χώρου
- Πολυπρόσωπο
ΣΧΟΛΙΑ
- Η
φρίκη της αιχμαλωσίας αποτυπώνεται στην εξωτερική εμφάνιση του Αντρέα και
στη συμπεριφορά του
- Η
τραγωδία της προσφυγιάς, το δράμα των επιζώντων στη στάση των Φωκιανών
- Η
πίστη στον άνθρωπο στη στάση του γιατρού Βένη, που,παρά την καταστροφή που
βίωσε, παραμένει ΑΝΘΡΩΠΟΣ
- Τα
δεινά του πολέμου, η αναίτια καταστροφή ενός πολιτισμού, το ξερίζωμα
ενός λαού από τις πατρογονικές του εστίες, η γενοκτονία παρουσιάζονται από έναν αφηγητή που συχνά
παρεμβαίνει με τα σχόλιά του
Τα
στοιχεία του παραμυθιού στην εγκιβωτισμένη αφήγηση:
- Αοριστία
τόπου (φανταστικό-γοητευτικό σκηνικό & ποιητικές περιγραφές)
- Αοριστία
χρόνου(κλασική διάκριση σε μέρα και νύχτα) και θαμιστική αφήγηση
- Συμβολισμοί
(νύχτα=αιχμαλωσία, θηρία=δεσμοφύλακες, λεία=αιχμάλωτοι, σιγανό
βογκητό=βογκητό αιχμαλώτων)
- Η
συμμετοχή της φύσης στον ανθρώπινο φόβο
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
- Τριτοπρόσωπη
αφήγηση:
Το κείμενο συμπεριλαμβάνει την κυρίως αφήγηση σε γ΄
πρόσωπο. Σε αυτήν αποτυπώνεται η προσπάθεια των Μικρασιατών προσφύγων
να εγκατασταθούν στη νέα τους ‘πατρίδα’ (την Ανάβυσσο). Η κυρίως αφήγηση
εμπεριέχει μια άλλη αυτοτελή αφήγηση, τη διήγηση του Αντρέα, η
οποία επίσης δίνεται σε γ΄ πρόσωπο. (Έλεγε λοιπόν το παραμύθι που
είπε ο Αντρέας στη θεία Μαρία. «Στο δρόμο που πηγαίνανε, στη μεγάλη πορεία
για το εσωτερικό της Ανατολής...»). Πρόκειται για μια αφήγηση μέσα
στην αφήγηση ή εγκιβωτισμένη αφήγηση (παράδειγμα τέτοιας
αφήγησης έχουμε δει στην Οδύσσεια του Ομήρου). Σε κάποια σημεία
αυτής της διήγησης παρεκβάλλεται η φωνή του ήρωα σε πρώτο πρόσωπο
(«Όταν τέλειωσε η πορεία πιάσαμε δουλειά στα τρένα, κλπ»).
- Διάλογος (π.χ. μεταξύ
του πλήθους και του Αντρέα, που αποδίδει μεγάλη ψυχική πίεση εκ μέρους και
των δύο)
- Περιγραφή (π.χ. η
εξωτερική περιγραφή του Αντρέα)
- Σχόλιο (π.χ. του
αφηγητή για τον Αντρέα, το γιατρό Βένη ).Ο αφηγητής σχολιάζει σε αρκετά
σημεία και τα σχόλιά του μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε καλύτερα τους
ήρωες και τις αντιδράσεις τους
- Εσωτερικός
μονόλογος
- Ειρωνεία:
Στη
διήγηση του Αντρέα υπάρχει μια εξωραϊσμένη και ειρωνική αντιστροφή της
πραγματικότητας, καθώς ο Αντρέας κρατώντας την υπόσχεση που έδωσε στον
γιατρό, προσπαθεί να κρύψει την πραγματικότητα, δηλαδή τις κακουχίες της
αιχμαλωσίας και το τραγικό τέλος του φίλου του, Άγγελου, από τη θεία
Μαρία. Ο Βενέζης, βάζοντας τον ήρωά του, Αντρέα, να αποτυπώνει μια
ειρωνική αντιστροφή της πραγματικότητάς, προσπαθεί να δώσει στους
αναγνώστες του μια εικόνα από τα δεινά των Ελλήνων αιχμαλώτων στα Τάγματα
Εργασίας «εκ του αντιθέτου».
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ:
- Παρονομασία & ασύνδετο (ένας, μονάχος, ολομόναχος άνθρωπος:η αίσθηση που προκαλεί & το
ψυχικό δράμα του ίδιου)
- Μεταφορές (πχ «συνηθίζει
να σκοτώνει τον εαυτό του, άλλους, κι όλα μέσα του σωπαίνουν», «οι σκληρές
γραμμές σβήνανε μές στο παραμύθι»)
- Προσωποποίηση
(πχ
«ένα χωριό σκαρφαλωμένο σ’ ένα βουνό γεμάτο πεύκα»)
- Εικόνες: Στο απόσπασμα
υπάρχουν εξαιρετικές εικόνες, περιγραφές της φύσης μέσα από ‘σκιερά
φαράγγια’ και ‘μεγάλα δάση’ στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, με
καταρράκτες, παράξενα πουλιά και αλλόκοτα χρώματα. («Στο δρόμο που
πηγαίνανε, λέει, στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής...» σελ.
135)
- Παρομοίωση
(σαν
φοβισμένο ζο…σαν να ζητούσε έλεος)
- Επαναλήψεις
(δεν
ξέρω τίποτα…δεν ξέρω τίποτα…) που αποδίδουν την ψυχική του ένταση
ΓΛΩΣΣΑ
– ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι απλή δημοτική, με ελάχιστους
ιδιωματισμούς.
Το ύφος ζωντανό, παραστατικό με το διάλογο και
τις εικόνες, γεμάτο συγκίνηση και συναίσθημα,λυρικό στις περιγραφές της φύσης,
εξομολογητικό στα σημεία των εσωτερικών μονολόγων. Κυριαρχούν η λιτότητα και η
απλότητα που χαρακτηρίζουν το έργο του Βενέζη γενικότερα.
ΧΡΟΝΟΣ
Η ευθύγραμμη πορεία του χρόνου διακόπτεται
από τον εγκιβωτισμό (τη δευτερεύουσα αφήγηση μέσα στην κύρια όπου παρεκβάλλεται
η φωνή του ήρωα σε πρώτο πρόσωπο)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός:αφηγείται σε
γ΄πρόσωπο μια ιστορία στην οποία δε μετέχει
Αφήγηση με μηδενική εστίαση από έναν
παντογνώστη αφηγητή (δεν έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία-η γνώση του είναι
απόλυτη)
|
η πορεία των προσφύγων... |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328
(η αληθινή ιστορία της αιχμαλωσίας,
αυτή που απέκρυψε ο Αντρέας)
Η νέα πόστα που μας
παρέλαβε ήταν καβαλαραίοι. Είχαν μια λαμπρή ιδέα: Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο,
πέσαμε μες τα χωράφια. Αυτό ήταν μια αλύπητη δοκιμασία για τα γυμνά
φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οι βόλοι το χώμα ήταν ξεροί και ντούροι απ’ τον
ήλιο. Δεν είχε βρέξει ακόμα. Κοιτάζαμε να τους ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορείς
μαζί τους να κρατήσεις ισορροπία ξυπόλυτος. Μα πέφταμε στην άλλη ευλογία, σε
κάτι παλιάγκαθα που μας παλάβωναν.
-Δεν
μπορώ! Δεν μπορώ πια!
Όλοι
φωνάζαν. Κι όμως όλοι τρέχαμε μη μείνουμε πίσω. Τρέμαμε πως όποιος μείνει
τελευταίος θα τον σκοτώσουν. Ο ένας βιαζόταν να προσπεράσει τον άλλο, και τον
άλλο-ένας παλαβός συναγωνισμός που πνιγόταν στα μουγκριχτά μας. Ξεκολλούσαμε,
στα πεταχτά τα αγκάθια από τις πατούνες και τρέχαμε. Τρέχαν από πίσω μας και οι
στρατιώτες με τα άλογα, και μας χτυπούσαν με τα κοντάκια μη σταθούμε. Ήμαστε
ένα κοπάδι σαν τα αναμαλλιασμένα ζα –τρέχουν στον κάμπο να σταλιάσουν
κάπου γιατί μυρίστηκαν το μπουρίνι.
Δεν
μπορούσα να σηκώσω το βάρος της συντροφικής παπούτσας. Το ιδρωμένο βρώμιο
ποδάρι μου γλυστρούσε και χόρευε μέσα της. Την τράβηξα και τη βαστούσα στα
χέρια. Μα τότε η πατούνα, συνηθισμένη στο άσυλο, άρχισε να σπαράζει απ’ το
ύπαιθρο. Άναβε, πετούσε σπίθες. Έσκισε ένα κομμάτι απ’ το πουκάμισο που μου
άφησαν και την τύλιξα.
Ο
Αργύρης με συμβουλεύει να κάνουμε αλλαξιά τα παπούτσια.
-Δοκιμάζουμε.
Τα
αλλάξαμε. Έδωσα το ζερβί και πήρα το δεξί. Τα φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα
κάμαμε πάλι αλλαξιά. Και πάλι.
Ο
ήλιος ανέβαινε καφτός, εχτρικά, χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώβρη ένας τέτοιος
ήλιος! Άρχισε να μας καίει η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες, που
μπαινόβγαιναν σαν κουρντισμένες. Φτύναμε να φύγει η πίκρα. Μα τα στόματα ήταν
ξερά. Κι αν έβγαινε λίγο φτύμα, μετανιώναμε ύστερα για την ογρή ουσία που
αφήσαμε να ξοδευτεί.
-Νερό!
Νερό!
-Τι;
λέει ο αξιωματικός της συνοδείας.
-Σου!
Σου![νερό] φωνάζαμε τούρκικα.
-Σου;
Μάλιστα!
Κοντεύαμε
σε μια πηγή. Μας κράτησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν
διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τα άλογα, γέμιζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις
χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν από τα στόματά τους. Όλα τα
κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής.
Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα
εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
-Έλεος!
Τίποτα! Μας κρατούσαν μακριά, κολλημένους στο θέαμα.
Άφησαν μονάχα τις γυναίκες και το παιδάκι να παν να πιούν.
-Λυπηθείτε
μας! Λυπηθείτε μας! Φωνάζαμε
ΔΙΔΩ
ΣΩΤΗΡΙΟΥ , ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το
χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να
΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε.
Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους
δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο
έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η
κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος
ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε
γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα
όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄
άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο,
συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία.
Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα
πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι
βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και
γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το
φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα
των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄
το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη
ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να
μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να
φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι
βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό
ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν
φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του
Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του
Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και
οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή
ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι
να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια
τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι
της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν
πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν
τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν
βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση
της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει
πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά
στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας
βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα
ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια
λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί
μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι
ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς
πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα
νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν
τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον
πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον
Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική
πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….